κατάκορος

κατάκορος
κατάκορος, -ον (AM)
ο τελείως κορεσμένος
αρχ.
άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.).
επίρρ...
κατακόρως (AM κατακόρως)
υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.)
μσν.
με βαθύ χρώμα, με σκοτεινό χρώμα («κατακόρως μέλας», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κορος (< κόρος (Ι) «χορτασμός») πρβλ. αμφί-κορος, υπέρ-κορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάκορος — deeply masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακόρως — κατάκορος deeply adverbial κατάκορος deeply masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκορον — κατάκορος deeply masc/fem acc sg κατάκορος deeply neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακόροις — κατάκορος deeply masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακόρου — κατάκορος deeply masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακόρους — κατάκορος deeply masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκορα — κατάκορος deeply neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκοροι — κατάκορος deeply masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”