- κατάκορος
- κατάκορος, -ον (AM)ο τελείως κορεσμένοςαρχ.άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.).επίρρ...κατακόρως (AM κατακόρως)υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.)μσν.με βαθύ χρώμα, με σκοτεινό χρώμα («κατακόρως μέλας», Γεωπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κορος (< κόρος (Ι) «χορτασμός») πρβλ. αμφί-κορος, υπέρ-κορος].
Dictionary of Greek. 2013.